καταμωκήσασθαι

καταμωκήσασθαι
καταμωκάομαι
mock at
aor inf mp (attic ionic)
καταμωκάομαι
mock at
aor inf mp (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χηνήσαι — Α 1. το να καγχάζει κανείς εις βάρος κάποιου 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηνῆσαι καταμωκήσασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. χην τής εκτεταμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χαίνω (βλ. και λ. χάσκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”